Της Χριστιάνας Πετρούδη, Φιλολόγου:
23η Νοεμβρίου. Πρωινό ξύπνημα από τις 5:30, καθώς μια μεγάλη μέρα απλωνόταν μπροστά μας. Στις 7:00 ακριβώς, 3 κατάμεστα λεωφορεία, ξεκινούν από την εκκλησία της Αγίας Νάπας με προορισμό τον Απόστολο Αντρέα, στο ανατολικότερο άκρο της Κύπρου μας.
Ανάμεικτα και περίεργα συναισθήματα για το τι θα αντικρίζαμε. Πάνε 10 χρόνια από τότε που ανοίξανε τα σύνορα. Όταν πρωτοπήγα ήμουν έφηβη, τώρα θα πήγαινα πιο ώριμη και συνειδητοποιημένη.
Από τα γεννοφάσκια μας, οι γονείς και το σχολείο, φροντίζουν να μας γαλουχήσουν με άσβεστο τον πόθο για επιστροφή στις αγαπημένες μας πόλεις και χωριά. Θυμάμαι τα τετραδιάκια μας στο δημοτικό να διακοσμούνται μπρος πίσω από πολύ χαρακτηριστικά κατεχόμενα τοπία. Τα σέλοτεξ μας ασφυκτικά γεμάτα από φωτογραφίες της Μόρφου, της Σαλαμίνας, της Κερύνειας, του Μπελαπάις, του κάστρου της Καντάρας, της παραλίας της Αμμοχώστου με τα ξενοδοχεία κτλ. Όλα αυτά είναι βαθιά ριζωμένα μέσα μας, μέχρι το μεδούλι. Μέσα από τις ιστορίες των παππούδων και των γονιών μας, μάθαμε και εμείς να τα αγαπάμε, νιώθουμε και εμείς πως γνωρίζουμε κάθε σπιθαμή από αυτή τη γη μας, την κατάδική μας.
Ο μεγαλύτερος μου φόβος λοιπόν, περνώντας τα σύνορα, ήταν να μην ένοιωθα απολύτως τίποτα για τον τόπο που θα έβλεπα, να ένοιωθα παντελώς ξένη. Μα αυτό δεν είναι δυνατόν, έλεγα στον εαυτό μου. Αφού με μάθανε να τα αγαπώ, να τραγουδώ γι΄αυτά και να ραγίζει η καρδιά μου, να λέω Αμμόχωστος και να φτερουγίζει η ψυχή μου. Άραγε θα τα ένοιωθα όλα αυτά;
Θεού θέλοντος, περνάμε από το οδόφραγμα με λίγη ταλαιπωρία, μέχρις ότου να ολοκληρωθεί ο έλεγχος των ταυτοτήτων, πάντοτε με τις στερεότυπες γκρίνιες και τα παράπονα του κάθε Κύπριου που περνά τα σύνορα. Και το μεγάλο μας ταξίδι μόλις έχει ξεκινήσει.
Η πρώτη πόλη που συναντάς, η αγαπημένη μας Αμμόχωστος. Παντού τούρκικες σημαίες και σημαίες του ψευδοκράτους, παντού τούρκικες ταμπέλες. Η καρδιά σφίγγεται, νοιώθει θυμό και πόνο. Κλαίει η καρδιά, μαζί της και τα μάτια. Τα τούρκεψαν όλα. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα και πονάει πολύ.
Προχωράμε περιφερειακά της Αμμοχώστου προς Απόστολο Βαρνάβα, Σαλαμίνα και Μπογάζι για να πάρουμε τον παλιό δρόμο που οδηγεί στον Απόστολο Αντρέα. Ο ξεναγός, ο οποίος ήταν πολύ καλός γνώστης της ιστορίας των κατεχομένων, μας εξηγούσε το καθετί.
Η ανάπτυξη που ξεπρόβαλλε μπροστά μας ήταν παροιμιώδης. Σπίτια- παλάτια, μοντέρνας αρχιτεκτονικής, μεγάλα καταστήματα, πολυτελέστατα καζίνο, παντού κίνηση, κόσμος… Πρώτη δραματική διαπίστωση: Η ζωή εδώ μια χαρά προχωρά και χωρίς εμάς. Όπως μας εξήγησε ο ξεναγός, καθώς βλέπαμε τεράστια κτίρια αλλά για χρόνια μισοτελειωμένα είναι πως προσπαθούν να τσιμεντώσουν τον τόπο για να τσιμεντώσουν και την κατάσταση υπέρ τους. Μα πως είναι δυνατόν να μας τα επιστρέψουν όλα αυτά, αναρωτιόμασταν; Πλέον έχουν στήσει μια χαρά τις ζωές τους εδώ. Τα συναισθήματα είχαν στήσει τρελό χορό μέσα μου, δεν ήξερα τι να πρωτονιώσω.
Στρίβοντας προς τον παλιό δρόμο για τον Απόστολο, αν δεν απατώμαι, η πρώτη εκκλησία που συναντήσαμε ήταν της Παναγίας της Κανακαριάς, με τα τεράστια σε αξία ψηφιδωτά της. Προχωρώντας στη διαδρομή, απλωνόταν το ένα χωριό μετά το άλλο. Τα ονόματα ούτε που τα θυμάμαι, παρά μόνο των πιο γνωστών χωριών. Το μόνο που έχει αποτυπωθεί στο μυαλό μου είναι το ίδιο σκηνικό. Άλλος κόσμος εδώ, καθώς στα χωριά και δη της Καρπασίας, υπάρχουν πολλοί έποικοι. Σπίτια πολύ παλιά, προφανώς είναι τα δικά μας σπίτια πριν το 1974, με ελάχιστες καινούργιες προσθήκες. Η κυρίως εκκλησία να δεσπόζει στο κέντρο του κάθε χωριού, ερειπωμένη, χωρίς σταυρό και σπασμένο καμπαναριό, έως και βάναυσα συλημένη. Σχεδόν πάντα δίπλα από την κυρίως εκκλησία να δεσπόζει ένα επιβλητικό τζαμί με τους μιναρέδες του, συμβολίζοντας έτσι τους δύο διαφορετικούς μας κόσμους, ο ένας δίπλα στον άλλο.
Διάσπαρτα των χωριών αντικρίζαμε και άλλες σπουδαίας αρχιτεκτονικής εκκλησίες, που στέκουν ακόμα, είτε αγέρωχες είτε μισογκρεμισμένες, για να θυμίζουν την ελληνικότητα του τόπου. Σκωτσέζικο ντους τα συναισθήματα μου. Τη μια ο πόνος να σου τρύπα ανελέητα την καρδιά, την άλλη επαληθευόταν ο μεγαλύτερος μου φόβος, να τα βλέπω όλα παθητικά, σαν ξένη. Κάποιες φορές έπιανα τον εαυτό μου να νοιώθει τουρίστας, υπακούοντας στις υποδείξεις του ξεναγού, να κοιτά μια δεξιά και μια αριστερά τοπία που πρώτη φορά έβλεπα στη ζωή μου και για τα οποία ήμουν ταγμένη από κούνια να νοιώθω πολλά. Μα κάποιες φορές ένοιωθα ότι ήμουν σε άλλη χώρα. Αυτό συνέβαινε, το δικαιολόγησα μέσα μου, γιατί τα έβλεπα και πάλι φωτογραφικά, πίσω από ένα τζάμι ενός λεωφορείου. Δεν πατούσα το χώμα, δεν μύριζα τον αέρα.
Μετά από ένα ταξίδι δυόμιση περίπου ωρών, φτάνουμε στον Απόστολο Αντρέα για το μεγάλο μας προσκύνημα. Λίγο πριν περάσουμε την πρώτη πύλη, ο ξεναγός ζητά από τον οδηγό μια μικρή στάση για να στρέψουμε το βλέμμα στα δεξιά μας και να ατενίσουμε την ωραιότερη παραλία της Κύπρου, λέγοντας πειραχτικά στους Αγιαναπίτες, που ήταν η πλειοψηφία των επιβαινόντων, να μην τους κακοφανεί. Μα δεν είχε και άδικο. Μια παρθένα παραλία, με αμμουδιά χρυσαφένια χιλιομέτρων και πίσω της ν’ απλώνεται ένας καταπράσινος λοφίσκος. Ο ήλιος που λαμπύριζε πάνω από τα καταγάλανα νερά, συμπλήρωνε το μαγευτικό σκηνικό, που μας είχε όλους κρατήσει εκστασιασμένους για μερικά λεπτά. Τι να σου κάνουν λίγα μόνο λεπτά, τι να πρωτοχορτάσεις!
Ο ξεναγός έδωσε εντολή στον οδηγό να προχωρήσει και σε δύο με τρία λεπτά ξεπρόβαλε μπροστά μας το μοναστήρι. Φτάσαμε επιτέλους στη “μούττη” της Καρπασίας μας! Πρωτοαντικρίζοντας το ετοιμόρροπο μοναστήρι, σπάραζε η καρδιά σου. Ήμασταν μόλις μια εβδομάδα από τη γιορτή του Αποστόλου Ανδρέα. Αλλιώς μου τα έμαθε ο παππούς. Το μοναστήρι τώρα θα έπρεπε να σφύζει από κόσμο, από προσκυνητές που το κατέκλυζαν από κάθε γωνιά του νησιού. Λαοθάλασσα θα πρεπε να΄χε εδώ. Παντού βουβαμάρα, ερημιά, εγκατάλειψη.
Σαν μπήκαμε μέσα, οι 150 και βάλε προσκυνητές, μαζί με τους τρεις ιερείς, μας έγινε μια μικρή Ανάσταση. Ανάσταση και στις ψυχές μας! Οι ιερείς ξεκίνησαν με ένταση και βαθειά συγκίνηση την θεία λειτουργία. Η εκκλησία έλαμψε από τα δεκάδες κεριά και τα φλας των μηχανών. Για λίγα μόνο λεπτά ο Απόστολος Αντρέας μας ήταν κατάδικός μας. Οι αστυνομικοί του ψευδοκράτους δεν μας ενόχλησαν καθόλου. Ψέλνοντας όλοι μαζί στο τέλος «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα Νικητήρια», στο μοναστήρι καταφθάνουν κι άλλοι προσκυνητές, ερχόμενοι από την Πάφο, καθώς μας είπαν, και σμίξαμε όλοι μαζί τις φωνές μας για να φτάσει ο σκοπός μας όσο πιο ψηλά γινόταν.
Έπειτα , κατευθυνθήκαμε προς το άγιασμα που είναι δίπλα στην θάλασσα. Ανεβήκαμε στα βράχια που τα χτυπούσε το κύμα. Ήθελα να ρουφήξω και την τελευταία σταγόνα από το νερό της θάλασσας, ήθελα να γεμίσω τα πνευμόνια μου με όλο τον αέρα της Καρπασίας, ήθελα να μείνω για πάντα εκεί! Οι φωνές των ξεναγών με ξύπνησαν από το γλυκό μεθύσι και έπρεπε με βαριά καρδιά να φύγω, όπως έφυγαν και οι δικοί μας πριν 39 χρόνια.