Ως ιστορική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορά Ρώσο καταθέτη της Λαϊκής.
Με την παρούσα αγωγή ο ενάγοντας αξιώνει, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις ύψους €780.832,90 ως ζημιές που κατ’ ισχυρισμό υπέστη, εξαιτίας του γεγονότος ότι απώλεσε τα κατατεθειμένα χρήματα του στη Λαϊκή Τράπεζα, Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, οι οποίοι το 2013 οδηγήθηκαν, με βάση σχετική νομοθεσία, σε καθεστώς εξυγίανσης, οπότε υπήρξε η απομείωση των τραπεζικών του λογαριασμών. Μεταξύ άλλων ο ενάγοντας αποδίδει αμέλεια και/ή παράβαση καθηκόντων και/ή ψευδείς και/ή παραπλανητικές παραστάσεις και/ή δόλο στις επίσης εναγόμενες, Κεντρική Τράπεζα και Κυπριακή Δημοκρατία.
Διαπίστωση ευθύνης ή μη της ΚΤΚ
Μεταξύ άλλων στην πολυσέλιδη απόφαση του Δικαστηρίου αναφέρεται «…συναφώς κρίνεται πως η ΚΤΚ όφειλε να λειτουργεί στο πιο πάνω πλαίσιο, ανεξάρτητα από τις επιλογές και ενέργειες της κυβέρνησης, κάτι που απέτυχε να πράξει, αντίθετα, ως φαίνεται, παρ’ ότι υπήρχαν διαφωνίες από τον τότε διοικητή της, στην πράξη, με την αδράνεια στη λήψη δραστικών μέτρων, συμπορεύτηκε με τις επιλογές της κυβέρνησης, η οποία αγνοούσε τις υποδείξεις των ειδικών, φοβούμενη το πολιτικό κόστος.
Οι τεχνοκράτες του ΥΠΟΙΚ εισηγούνταν προσφυγή στον ΕΜΧΣ και για τις ανάγκες του τραπεζικού τομέα από τον Μάϊο του 2011, όμως ούτε ο ΠτΔ τους εισάκουσε ούτε και η ΚΤΚ πήρε μέτρα για τη Λαϊκή. Αξιολογήσεις και από το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για λήψη μέτρων υπήρξαν από την περίοδο 2009-2010, πλην όμως δεν εισακούστηκαν από την κυβέρνηση και η ΚΤΚ «προσπερνούσε» αρκούμενη σε υποδείξεις μόνο».
Στο ίδιο κεφάλαιο η απόφαση αναφέρει πως «…δεν παραγνωρίστηκε επίσης η θέση της υπεράσπισης ότι δεν ήταν τόσο εύκολο να ληφθούν «ακραία» μέτρα, όπως χαρακτηρίστηκαν, από την ΚΤΚ. Αξιοσημείωτη η θέση, ωστόσο, καμιά μελέτη παρουσιάστηκε πως με πιο αυστηρά μέτρα θα κατέρρεε η οικονομία της Κύπρου, που ήταν και το ανάλογο δίλημμα όταν αφέθηκαν οι δύο συστημικές τράπεζες στα πρόθυρα της κατάρρευσης, οπότε επιλέχθηκε η εξυγίανση. Προφανώς, κάποιες συνέπειες θα υπήρχαν, μεταξύ αυτών εύλογα και πολιτικό κόστος στην κυβέρνηση, αφού μεταξύ άλλων θα απολύονταν υπάλληλοι της Λαϊκής, όμως σίγουρα δεν θα οδηγούνταν τα πράγματα εκεί που οδηγήθηκαν τον Μάρτιο του 2013.
Το εύλογο ερώτημα που παρέμεινε είναι τι αποφεύχθη και τι επιτεύχθη με τις πιο πάνω επιλογές. Εξάλλου σε συνεργασία ή σε συνεννόηση με το ΥΠΟΙΚ θα μπορούσε η ΚΤΚ να παγοποιήσει μία άτακτη εκροή καταθέσεων, όπως έκανε και στις 15.03.2013 μέχρι 29.03.2013, ενημερώνοντας για τους λόγους που αυτό θα γινόταν, με άμεση και ταυτόχρονη υποχρέωση της Λαϊκής για αύξηση της ρευστότητας, και ανακεφαλαιοποίηση, όπως ζητήθηκε μέχρι τις 30.06.2012, κατόπιν σύστασης της ΕΑΤ, με πόρους εκ των έσω, πλην όμως αυτό θα γινόταν έγκαιρα και σε χρονικό στάδιο όπου το χρέος της Λαϊκής Τράπεζας ήταν πολύ μικρότερο και υπήρχαν και περιουσιακά στοιχεία πολύ μεγαλύτερης αξίας.
Η ΚΤΚ γνώριζε τους κινδύνους και αποδέχτηκε αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα που ήταν η μη εξασφάλιση των συμφερόντων των καταθετών, μεταξύ αυτών και του ενάγοντα, βασιζόμενη μόνο στο ότι θα εξασφαλιζόταν δάνειο από την ΚΔ και θα λυνόταν το πρόβλημα των τραπεζών».
Διαπίστωση ευθύνης ή μη της ΚΔ
Στο κεφάλαιο αυτό το Δικαστήριο αναφέρει ότι «…η ΚΔ ανέλαβε ευθύνη δια των τοποθετήσεων των εκπροσώπων της, και ειδικότερα του ΠτΔ ότι δεν επρόκειτο να επιτρέψει «κούρεμα» καταθέσεων, γεγονός που λειτούργησε, δικαιολογημένα, ώστε ο ενάγοντας να μην αποσύρει προγενέστερα τις καταθέσεις του, με αποτέλεσμα να υποστεί πραγματική ζημιά δια της απώλειας τους. Την ευθύνη για την προστασία των καταθετών ανέλαβε η ΚΔ και νωρίτερα δια της καταβολής €1,8 δις για την αγορά των Δικαιωμάτων Προτίμησης που εξέδωσε η Λαϊκή Τράπεζα τον Ιούνιο του 2012.
Δεν παραγνωρίστηκε η θέση της συνηγόρου της Εναγόμενης 2 (ΚΔ) ότι ο ΠτΔ πίστευε ειλικρινά όταν έκανε τη σχετική δήλωση, πως θα πετύχαινε την αποφυγή του «κουρέματος» των καταθέσεων, ωστόσο και με αυτή την εκδοχή κρίνεται πως ενισχύεται το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η ΚΔ ανέλαβε την ευθύνη της προστασίας των καταθετών και των δικαιωμάτων τους, πλην όμως δια της προγενέστερης χρονικά αμέλειας της, ως έχει πιο πάνω επεξηγηθεί, προκάλεσε εντέλει ζημιά στα συμφέροντα του ενάγοντα ως καταθέτη.
Κατάληξη του Δικαστηρίου αποτελεί πως η απομείωση των καταθέσεων του ενάγοντα οφειλόταν στις αμελείς πράξεις της ΚΔ και στη σοβαρή αμέλεια της ΚΤΚ και όχι σε λόγους που αφορούν τους κανόνες της αγοράς. Η οικονομική κρίση που έπληξε την Κύπρο το 2009 δεν αντιμετωπίστηκε ως θα έπρεπε από την κυβέρνηση, ως του υπεύθυνου θεσμού για τον σχεδιασμό, ανάπτυξη και προστασία της οικονομίας, αλλά ούτε και από την ΚΤΚ ως θεσμικού οργάνου – επόπτη, που ήταν ο προστάτης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της ορθής λειτουργίας των τραπεζών, καθώς και του ελέγχου γενικότερα του τραπεζικού συστήματος, και της προστασίας των καταθετών, μεταξύ αυτών και του ενάγοντα. Επακόλουθο όλων η παραβίαση του δικαιώματος της περιουσίας του ενάγοντα.
Ενόψει όλων των πιο πάνω με την αφαίρεση, από το ποσό των καταθέσεων, ήτοι €1.629.556,81, του ποσού των €748.723,91 και των €100.000,00 απομένει το ποσό των €780.832,90. Αυτή είναι η οικονομική ζημιά και απώλεια του ενάγοντα συνολικά κατά την ημέρα της ολοκλήρωσης της αγωγής του και στη συνήθη πορεία των πραγμάτων».
«Ιστορική απόφαση»
Ο δικηγόρος που ανέλαβε την υπόθεση, Ανδρέας Θεοφίλου, χαρακτήρισε ως ιστορική την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού για δυο λόγους:
- Είναι η πρώτη από όσες εκδόθηκαν, η οποία δικαιώνει καταθέτες
- Η απόφαση στρέφεται εναντίον πράξεων παραλείψεων που οδήγησαν στο κούρεμα, είναι η μόνη που το μελέτησε.