Ανοικτές πληγές για τα παιδιά της εισβολής – Μαρτυρίες

Έζησαν τη φρίκη του πολέμου του 1974, σε μια ηλικία που θα έπρεπε να χαίρονταν τη ζωή.  Εκδιώχθηκαν βίαια από τον τόπο τους, είδαν με τα ίδιά τους τα μάτια ανθρώπους να δολοφονούνται, πήραν τον δρόμο του ξεριζωμού με τις βόμβες να πέφτουν γύρω τους βροχή. Μεγάλωσαν απότομα, αφού μέσα σε μια στιγμή, ο κόσμος τους αναποδογυρίστηκε βίαια.

Τα παιδιά της τουρκικής εισβολής σταμάτησαν να είναι παιδιά τον φοβερό Ιούλιο και Αύγουστο του 1974. Όσα κατάφεραν να γλυτώσουν, έστησαν μαζί με τους δικούς τους μια νέα ζωή κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Τα παιδιά που βίωσαν την εισβολή κουβαλούν τραύματα που δεν πρόκειται να κλείσουν ποτέ. Σήμερα θυμούνται με πικρία τα όσα έζησαν και μιλούν για αυτά έχοντας έναν κόμπο στον λαιμό. Αν και δεν ήταν σε ηλικία να αντιληφθούν πλήρως τα τραγικά γεγονότα του 1974, εντούτοις τα έζησαν το ίδιο έντονα. Από τη μια μέρα στην άλλη έχασαν την ξεγνοιασιά τους και βρέθηκαν να παλεύουν για να επιβιώσουν μακριά από το σπίτι τους, μακριά από τον τόπο που αγάπησαν.

Η Μαρία ήταν τεσσάρων χρονών όταν έγινε η εισβολή και ζούσε στην Αμμόχωστο. Η οικογένειά της βρέθηκε χωρίς τον πατέρα, αφού αυτός βρισκόταν στον πόλεμο. Καθώς τα τουρκικά στρατεύματα προέλαυναν, κατάλαβαν πως τα περιθώρια ήταν στενά και πως έπρεπε να φύγουν. Αφού μάζεψαν μερικά πράγματα τα φόρτωσαν σε ένα αυτοκίνητο και έφυγαν με προορισμό ένα περιβόλι στην Ξυλοτύμπου δίπλα στις Βρετανικές Βάσεις. Ήταν πάντως κάτι που έκαναν πολλοί τότε, αφού πίστευαν πως κοντά στις Βάσεις ήταν ασφαλισμένοι. Πριν ξεκινήσουν, η μητέρα της έγραψε ένα σημείωμα και το άφησε μέσα στο σπίτι ενημερώνοντας τον σύζυγό της για τον προορισμό τους. Όταν έφτασαν στο χωράφι, συνάντησαν πολλούς άλλους πρόσφυγες. Για μέρες ζούσαν κάτω από τις πορτοκαλιές και το βράδυ όλοι μαζί κοιμόντουσαν σε ένα παρακείμενο σπιτάκι . Από πάνω τους τα αεροπλάνα βομβάρδιζαν και οι άνθρωποι νόμιζαν ότι μπορούσαν να προστατευτούν κάτω από τα δέντρα.

Η Μαρία ακόμη θυμάται τον τρόμο που ένιωσε όταν σε κάποια στιγμή, άφησε το χέρι της μητέρας της, η οποία τότε κρατούσε τη μερικών μηνών αδερφή της στην αγκαλιά της και έτρεχε μαζί με τους άλλους, ενώ τα αεροπλάνα βομβάρδιζαν την Αμμόχωστο. «Ήταν τα πιο τρομακτικά λεπτά στη ζωή μου. Χαμένη μέσα στο περιβόλι με τις πορτοκαλιές, χωρίς να μπορώ να καταλάβω γιατί γινόταν όλο αυτό το κακό», εξιστόρησε. Για μέρες δεν είχαν νέα από τον πατέρα της και οι χειρότερες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό τους. Ώσπου λίγο μετά τη δεύτερη εισβολή αυτός έκανε την εμφάνισή του με το παλιό ποδήλατο του παππού. Ένας Θεός ξέρει πώς, κατάφερε να πάει στο σπίτι τους στην Αμμόχωστο, βρήκε το σημείωμα που του άφησαν, άρπαξε το ποδήλατο και πήγε να βρει τους δικούς του.

Ο Μάριος μάς διηγείται: «Η μητέρα μου είναι από την Αγία Μαρίνα, ο πατέρας μου από την Πέτρα Σολέας και εκεί ήταν το σπίτι της οικογένειας». «Υπήρχαν φήμες πως θα γίνει η εισβολή αλλά κανένας δεν τις πίστευε. Μόλις έγινε η πρώτη φάση της εισβολής φύγαμε για την Κυπερούντα και επιστρέψαμε την επόμενη μέρα πιστεύοντας πως το κακό είχε περάσει. Καθώς οι μάχες συνεχίζονταν, η αγωνία, ο φόβος ήταν έκδηλοι σε όλους. Με το που ακούγαμε τα αεροπλάνα που βομβάρδιζαν τη Μόρφου, τρέχαμε μέσα στο σπίτι για να προστατευτούμε. Μια μέρα ήμασταν έξω με τη μητέρα μου. Με κρατούσε από το χέρι και βλέπαμε από μακριά το κακό που γινόταν, μαύροι καπνοί έβγαιναν από την περιοχή.

Ξαφνικά ένα αεροπλάνο έκανε στροφή και κατευθυνόταν προς την Πέτρα. Το βλέπαμε να πλησιάζει κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο και εμείς τρέχαμε να προστατευτούμε. Ήμασταν πλέον σίγουροι πως έπρεπε να φύγουμε. Όταν ήρθε ο πατέρας μου σπίτι, φύγαμε ξανά. Θυμάμαι σκορπισμένα μέσα στην αυλή τα παιχνίδια μου, τις κότες μέσα στο κλουβί τους, τα μηχανήματα από τη δουλειά του πατέρα μου. Όπως την πρώτη φορά, πιστεύαμε πως σύντομα θα επιστρέψουμε και γι’ αυτό φεύγοντας, δεν πήραμε τίποτα μαζί μας, ούτε ρούχα ούτε κάποιο χρήσιμο αντικείμενο ούτε φωτογραφίες.

Βρήκαμε καταφύγιο στην Κακοπετριά και μετά ξανά στην Κυπερούντα. Για βδομάδες ήμασταν στοιβαγμένοι καμπόσοι άνθρωποι μέσα σε ένα σπίτι και τα βγάζαμε πέρα με τη βοήθεια των χωριανών, που απλόχερα μας την πρόσφεραν. Η μητέρα μου αγωνιούσε για τις κότες και τα άλλα ζώα μας, ήξερε πως δεν θα τα έβγαζαν πέρα χωρίς νερό και φαγητό. Καθώς περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια συνειδητοποιούσαμε με πόνο πως δεν θα επιστρέψουμε πίσω, ούτε στην Πέτρα ούτε στην Αγία Μαρίνα. Έχουν περάσει 45 χρόνια και ο καημός είναι το ίδιο οξύς. Αυτό που ζήσαμε μας σημάδεψε βαθιά, αλλά το γεγονός πως δεν μπορούμε να πάμε πίσω στο σπίτι μας είναι το χειρότερο. Είναι πληγή που δεν θα κλείσει ποτέ».

Ο Ανδρέας θυμάται. Ακόμη και όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα, η οικογένεια του εφτάχρονου τότε Αντρέα δεν έβαλε με τον νου της το κακό που θα ακολουθούσε. Όταν όμως ξεκίνησε η εισβολή, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως τα χειρότερα έφτασαν. Από το σπίτι τους στον Καραβά είδε τα αεροπλάνα να φτάνουν και να πραγματοποιούν βομβαρδισμούς. Ο πατέρας τους άρπαξε αυτόν και τον μικρότερο αδερφό του και τράβηξε προς το βουνό. Η μητέρα τους έμεινε πίσω μαζί με άλλους συγγενείς και τους παππούδες και τις γιαγιάδες που δεν μπορούσαν εύκολα να μετακινηθούν. Δεν πρόλαβαν να φύγουν. Η επέλαση των Τούρκων ξεκίνησε και καθώς ο Καραβάς βρισκόταν στην πρώτη γραμμή, γρήγορα αιχμαλωτίστηκαν. Μάλιστα, ένα θείο οι Τούρκοι στρατιώτες τον σκότωσαν επιτόπου. Περπάτησαν αρκετά χιλιόμετρα κάτω από τον καυτό ήλιο προσπαθώντας να κρυφτούν από τα αεροπλάνα που πετούσαν από πάνω τους. Φόβος, τρόμος, αγωνία. Ούτε και σήμερα δεν μπορεί να περιγράψει όλα όσα ένιωθε. Ο μικρός έβλεπε την καταστροφή σε κάθε βήμα που έκαναν. Κόσμο που προσπαθούσε να ξεφύγει ενώ διεξάγονταν μάχες, στρατιώτες τραυματισμένους, ανθρώπους σκοτωμένους. Τελικά έφτασαν στο Τριμίθι και όταν άρχισαν οι μάχες, κατέφυγαν στο Μπέλαπαϊς σε ένα σπίτι με Εγγλέζους.

Ο πατέρας του, αν και δεν τους ήξερε, τους εμπιστεύτηκε τα δύο παιδιά του και επέστρεψε για να βοηθήσει την υπόλοιπη οικογένεια. Δεν τα κατάφερε, γιατί στο μεταξύ οι δρόμοι είχαν μπλοκαριστεί και έτσι πήγε να βρει τα αγόρια του, όπου όλοι μαζί πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς. Έφτασαν στη Λευκωσία και αργότερα στη Μόρφου. Η χαρά της επανένωσης έσβησε γρήγορα μπροστά στη φρίκη της δεύτερης εισβολής. Ξανά βομβαρδισμοί και μάχες, ξανά ο τρόμος του πολέμου. «Ένα πρωί πέρασε από μπροστά μας ένα φορτηγό στρατιώτες που πήγαιναν στη μάχη. Αργότερα το φορτηγό επέστρεψε με πτώματα και τραυματισμένους βαριά στρατιώτες. Πετσκοκομμένους. Τους έπαιρναν για νοσοκομειακή περίθαλψη. Δεν μπορώ να το ξεχάσω», είπε.

Η οικογένεια επανενώθηκε πριν πάρει ξανά τον δρόμο της προσφυγιάς και αφού για βδομάδες δεν είχαν νέα οι μεν από τους δε. Μπήκαν στο λεωφορείο του παππού τους και έφτασαν στον Αγρό, όπου έζησαν για τρία χρόνια. Ένα βράδυ κάθονταν στη βεράντα του σπιτιού που νοίκιαζαν, μαζί με τη θεία και τον αδερφό του. «Θεία», της είπε, «κοίτα πόσο λαμπερά είναι τα αστέρια». «Ναι, είναι πολύ όμορφα», του απάντησε εκείνη. «Είναι όμορφα αλλά πρέπει να τα σβήσουμε και να κάνουμε συσκότιση, για να μην μπορούν να μας βρουν», της είπε…

Η 13χρονη Φρόσω από τον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας ξύπνησε το πρωί της 20ής Ιουλίου από τις βόμβες που έπεφταν. Ολόκληρο το σπίτι έτριζε, ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Αναστατωμένη έτρεξε στο υπνοδωμάτιο της μητέρας της. «Μάμα ήρθαν οι Τούρκοι», έλεγε και ξανάλεγε. Όλη οι οικογένεια βγήκε έξω στην αυλή. Τα βομβαρδιστικά πετούσαν από πάνω τους, σαν σμήνη πουλιών. Η μάνα της τη διέταξε γρήγορα να πιάσει μια βαλίτσα, να βάλει λίγα ρούχα και τα χρυσαφικά τους. Μέσα στον πανικό της, επίσης έτρεξε και πήρε έναν αγιοταφίτικο σταυρό που της είχε δώσει η γιαγιά της. Μέσα σε λίγα λεπτά άρπαξαν ό,τι μπορούσαν και έφυγαν. Ο πατέρας έτρεξε στο διπλανό σπίτι, όπου βρίσκονταν συγγενείς, για να τους πει να φύγουν και αυτοί αμέσως. Καθοδόν προς τη Μύρτου, άκουσαν από το ραδιόφωνο πως έγινε η επιστράτευση και θεώρησαν καλό να επιστρέψουν ώστε ο πατέρας της να πάει να πολεμήσει.

Έφτασαν στο Πέντε Μίλι όπου είδαν τη θάλασσα γεμάτη πλοία και εκατοντάδες στρατιώτες πάνω σε πλατφόρμες να κατεβαίνουν στην κυπριακή γη. Φοβήθηκαν και άρχισαν να ανησυχούν για την τύχη των δικών τους που έμειναν πίσω. Αντάμωσαν με άλλους πρόσφυγες. Ο φόβος ήταν ανάμεικτος με τον πανικό και τη σύγχυση. Κανένας δεν ήξερε τι γινόταν, δεν υπήρχε κάποιος να τους πει τι πρέπει να κάνουν, πώς να προστατευτούν. Έτσι πήραν τον δρόμο προς το Τρόοδος. Καθοδόν έβλεπαν αυτοκίνητα χτυπημένα, ανθρώπους να φεύγουν όπως μπορούσαν, αεροπλάνα να βομβαρδίζουν. Κατάφεραν να φτάσουν στον Καλοπαναγιώτη, αγωνιώντας για την υπόλοιπη οικογένεια. Λίγες μέρες αργότερα έμαθαν πως οι Τούρκοι δολοφόνησαν εν ψυχρώ τη θεία και τα δύο της παιδιά μέσα στην αυλή του σπιτιού τους.

… Διακρίναμε τους πιλότους στα βομβαρδιστικά

Ο Γιάννης, ο οποίος ήταν 11 χρονών τον Ιούλιο του 1974, μας διηγείται: Λίγες μέρες πριν το πραξικόπημα είχα δει συγχωριανούς να κρύβουν όπλα σε σπίτι. Παραξενεύτηκα και ρώτησα σχετικά τον πατέρα μου, για να πάρω μια μπερδεμένη απάντηση. Ακόμη και όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα και λίγο αργότερα η πρώτη φάση της εισβολής, δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς γινόταν. Στο μεταξύ, το Νέο Χωριό Κυθρέας είχε γεμίσει από πρόσφυγες που έφευγαν από περιοχές που γίνονταν μάχες. Όλοι μαζί προσπαθούσαμε να προστατευτούμε όπως μπορούσαμε.

Μέσα στα χωράφια, κάτω από τις ελιές και τις πορτοκαλιές, οι μεγαλύτεροι είχαν σκάψει αυτοσχέδια καταφύγια πιστεύοντας πως αυτά θα μπορούσαν να μας γλυτώσουν. Βλέπαμε τα αεροπλάνα να περνούν τόσο χαμηλά που μπορούσαμε να διακρίνουμε τους πιλότους. Σε μια στιγμή και ενώ γινόταν ο χαμός, η γιαγιά μου με έσπρωξε κάτω και έπεσε από πάνω μου, θεωρώντας πως αν έπεφταν βόμβες εκεί κοντά, θα μπορούσε να με σώσει με αυτόν τον τρόπο. «Να γλυτώσει το μωρό, να γλυτώσει», τη, θυμάμαι να φωνάζει.

Παραμονή της δεύτερης φάσης ένας Τουρκοκύπριος συνάδελφος του πατέρα μου τον συμβούλευσε να φύγει αμέσως, προειδοποιώντας τον πως επίκειται νέα εισβολή. Χωρίς να πάρουμε τίποτα μαζί μας, ούτε ρούχα ούτε παπούτσια, οκτώ άτομα μπήκαμε σε ένα μικρό αυτοκίνητο και απομακρυνθήκαμε από το χωριό μας με μόνη μας έννοια να σώσουμε τη ζωή μας. Θυμάμαι τους δικούς μου να λένε πως η φυγή ήταν προσωρινή και πως σε λίγες μέρες θα πηγαίναμε πίσω στο σπίτι μας. Λέγαμε πως θα είναι για λίγες μέρες και μας βρήκαν 45 χρόνια μακριά από τον τόπο μας.

Καταφέραμε τελικά να φτάσουμε στην Πλατανιστάσα. Ο καιρός άρχισε να ψυχραίνει και εμείς ακόμη ήμασταν με τα κοντά και τις παντόφλες. Περιμέναμε το Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας να έρθει και να φέρει ρούχα για τους πρόσφυγες και να διανέμει τρόφιμα. Μέσα από όλη την καταστροφή, υπήρχε -θυμάμαι- μεγάλη αλληλεγγύη. Ήμασταν ο ένας κοντά στον άλλο, προσφέροντας από το λίγο που είχαμε.

Πηγή