Ποινή φυλάκισης 18 μηνών με αναστολή, επέβαλε τελικά την περασμένη Πέμπτη το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας σε τρία πρόσωπα, τα οποία κρίθηκαν ένοχα για υπόθεση, που αφορά τον θάνατο του 16χρονου Παναγιώτη Στεφανή από τους Τρούλλους, που συνέβη στις 14 Απριλίου 2019 κατά τη διάρκεια πάρτι. Το Δικαστήριο εξέδωσε επίσης διάταγμα επιτήρησης των τριών κατηγορουμένων για περίοδο τριών ετών από σήμερα. Στην «Κ» μίλησαν ποινικολόγοι σχετικά με την επιβληθείσα ποινή στους τρεις κατηγορούμενους, και για το αν αυτή είναι επιεικής και/ή επαρκής. Επίσης, ο σχολικός ψυχολόγος, Γιώργος Πογιατζής, καταθέτει τη θέση του για τον σχολικό εκφοβισμό και λέει ότι το κλειδί είναι η ενημέρωση, η εκπαίδευση, και η συνεργασία με όλους (εκπαιδευτικούς, μαθητές, γονείς) για το τι πραγματικά σημαίνει bullying.
Για την ένταση και τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους οι εκπαιδευτικοί από σχολεία της Κύπρου είπαν πως κάθε σχολείο έχει τις ιδιαιτερότητές του, τόνισαν την έλλειψη σχολικών ψυχολόγων, και το πόσο σημαντικό είναι να κτιστεί μία υγιής σχέση μεταξύ μαθήτριας/ή και εκπαιδευτικού.
Επαρκής η 18μηνη ποινή
Οι τρεις κατηγορούμενοι, ηλικίας 19 και 20 ετών σήμερα, κρίθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ένοχοι στην κατηγορία πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης. Οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι ότι χωρίς πρόθεση προκάλεσαν τον θάνατο του 16χρονου Παναγιώτη, προτρέποντάς τον να καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ, με αποτέλεσμα να υποστεί οξεία αλκοολική δηλητηρίαση. Σχετικά με την ποινή και την επιείκεια ή την επάρκειά της νομικοί, οι οποίοι μίλησαν στην «Κ», είπαν ότι κατά τη γνώμη τους, και κρίνοντας εξ όψεως και χωρίς να γνωρίζουν τις λεπτομέρειες της υπόθεσης, η ποινή είναι επαρκής, «μια ποινή μπορεί να είναι επιεικής, και ταυτόχρονα όμως να μη συγκεντρώνει τα στοιχεία της έκδηλα ανεπαρκούς ως εσφαλμένης», προσθέτοντας πως σε τέτοια αδικήματα η ανώτατη ποινή που μπορεί να επιβληθεί, όπως η ανθρωποκτονία από αλόγιστη, απερίσκεπτη και επικίνδυνη πράξη, είναι η τετραετής φυλάκιση, και σημειώνουν πως συνηθέστερη εφαρμογή του σχετικού Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα είναι τα θανατηφόρα τροχαία. Με δεδομένο, λοιπόν, το ανώτατο της ποινής γι’ αυτά τα αδικήματα, οι νομικοί με τους οποίους συνομιλήσαμε, θεωρούν πως η 18μηνη ποινή φυλάκισης σπάνια μπορεί να ανατραπεί κατ’ έφεση ως έκδηλα ανεπαρκής. «Από τα τέσσερα έτη που είναι το μέγιστο επιβλήθηκε ενάμισης χρόνος, και για να φτάσεις σε αυτό το μέγιστο θα πρέπει να συντρέχουν κάποια ιδιαίτερα επιβαρυντικά».
Ο ποινικολόγος με τον οποίο συνομιλήσαμε εξήγησε και το ζήτημα της αναστολής εκτέλεσης της ποινής λέγοντας: «Η αναστολή εκτέλεσης δεν αποτελεί είδος ποινής, το είδος της ποινής είναι η φυλάκιση. Ωστόσο, αυτό που μπορώ να πω είναι ότι πρόκειται για νεαρά άτομα, τα οποία σε περίπτωση εγκλεισμού θα βρίσκονταν σε πολύ δεινή θέση, όντες και ανήλικοι κατά την τέλεση του αδικήματος, άρα δεν θεωρώ καθόλου παράλογη την απόφαση για αναστολή της ποινής». Ο ποινικόλογος και ο έτερος νομικός σημείωσαν μετ’ επιτάσεως, όπως δήλωσε και η δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ότι η ποινή φυλάκισης είναι ποινή, αλλά αναστέλλεται για να τους δοθεί δεύτερη ευκαιρία. «Η αναστολή της ποινής είναι κάτι διαφορετικό, αφού το δικαστήριο εξετάζει σε δεύτερη αξιολόγηση, αν υπό τις περιστάσεις δικαιολογείται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Ως κανόνας για τους ανήλικους παραβάτες χωρίς προηγούμενα θέλεις να μην τους οδηγήσεις στο σωφρονιστικό μας σύστημα». Σημειώθηκε δε πως η αναστολή εμπίπτει αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, αφού έχει ακούσει τα γεγονότα και συνεκτιμήσει κάθε σχετική με την απόφαση του παράμετρο, «οποιοσδήποτε τρίτος δεν έχει όλη την εικόνα, άρα η απόφαση για αναστολή λαμβάνεται αφού τύχουν διεξοδικής εξέτασης πολλά άλλα ζητήματα». Στο ερώτημά μας για το αν ικανοποιείται το κοινό περί δικαίου αίσθημα οι νομικοί δήλωσαν πως κατ’ αρχάς το έργο της επιβολής της ποινής είναι το πλέον λεπτεπίλεπτο σε μία ποινική διαδικασία: «η ποινή φυλάκισης είναι η έσχατη τιμωρία, και στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρώ απονεμήθηκε δικαιοσύνη». Τονίστηκε δε πως εκφραστής του κοινού περί δικαίου αισθήματος είναι το δικαστήριο, και ότι πολλές φορές αυτό παρουσιάζεται από τα Μέσα ή άλλους με εσφαλμένη ή ελλιπή εικόνα. Για το αν χρειάζεται να υπάρξει ιδιώνυμο αδίκημα «bullying» μας ειπώθηκε ότι ο Ποινικός Κώδικας δεν υστερεί για την αντιμετώπιση πράξεων bullying, άρα δεν χρειάζεται η εξειδίκευση σ’ ένα ιδιώνυμο αδίκημα.
Μόνο με γνώση θα σπάσει η αλυσίδα του εκφοβισμού
Ο σχολικός ψυχολόγος, Γιώργος Πογιατζής, σημείωσε πως υπάρχει ανάγκης ολιστικής προσέγγισης σε όλα τα σχολεία όλων των βαθμίδων για το ζήτημα του σχολικού εκφοβισμού. Στο ερώτημά μας για το ποια εργαλεία χρειαζόμαστε για την αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού ο κ. Πογιατζής είπε πως τα εργαλεία τα έχουμε, «όπως έχουμε και εκπαιδευμένα και με τις κατάλληλες δεξιότητες άτομα, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν κατάλληλα. Επίσης, η Υπηρεσία Σχολικής Ψυχολογίας στελεχώνεται από εξαιρετικούς συναδέλφους, αυτό που χρειάζεται είναι πολιτική βούληση έτσι ώστε να λειτουργούν καθολικά, όχι περιστασιακά ή και αποσπασματικά, όχι εξ αφορμής». Για το προφίλ του δράστη μας ειπώθηκε ότι υπάρχουν δύο κυρίαρχες προσεγγίσεις, η μία λέει πως δράστης είναι το άτομο που είναι απαθής και αποστασιοποιημένος από τον συναισθηματικό του κόσμο και δεν ανταποκρίνεται στον πόνο και την συναισθηματική κατάσταση των γύρω του. Έχει επίσης μια δυσκολία κατανόησης και στην έκφραση των συναισθημάτων του, η άλλη θεωρία υποστηρίζει το αντίθετο, οι θύτες είναι άτομα με φοβερές ικανότητες εξ ου και αντιλαμβάνονται τον αδύναμο κρίκο της ομάδας, στοχοποιώντας τον. Ο κ. Πογιατζής αναφέρθηκε επίσης και ότι ενδέχεται ο θύτης να είχε και ο ίδιος πέσει θύμα σε άλλο χρόνο, ή και το θύμα να είχε υπάρξει θύτης. Συνεπώς μόνο με τη γνώση για την ορθή αντιμετώπιση του σημαντικού αυτού ζητήματος μπορεί να σπάσει η αλυσίδα. Όσον αφορά το ρόλο των θεατών ο κ. Πογιατζής τονίζει πως ο ρόλος τους είναι πολύ σημαντικός στην αποσόβηση παρενοχλητικών συμπεριφορών, αφού η παρέμβαση ενός τρίτου ουδέτερου ατόμου μπορεί να είναι καταλυτική για τον τερματισμό σε πραγματικό χρόνο (εν τη γενέσει της) συμπεριφοράς που τείνει να γίνει επικίνδυνη. «Το κλειδί είναι η ενημέρωση, η εκπαίδευση, και η συνεργασία με όλους (εκπαιδευτικούς, μαθητές, γονείς) για το τι πραγματικά σημαίνει σχολικός εκφοβισμός και ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειές του» επισημαίνει ο κ. Πογιατζής, τονίζοντας και τον ρόλο των γονέων, οι οποίοι πρέπει επίσης να τύχουν υποστήριξης, όπως επίσης και οι εκπαιδευτικοί.
Χρειάζεται γενικότερη αντιμετώπιση του φαινομένου
Οι περιπτώσεις σχολικού εκφοβισμού έχουν πολλές εκφάνσεις και όπως σημείωσε στην «Κ» ο κ. Πογιατζής επηρεάζουν τον μαθητή ή τη μαθήτρια με διαφορετικό τρόπο, εντός ή εκτός του σχολείου. Οι εκπαιδευτικοί είναι ένας σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα, αφού είναι αυτοί που πολλές φορές καλούνται να αντιμετωπίσουν πρώτοι κάποια υπόθεση σχολικού εκφοβισμού. Καθηγήτρια σε λύκειο της επαρχίας Λεμεσού και στην πόλη, αλλά και στην επαρχία, είπε στην «Κ» ότι το πρόβλημα φυσικά και υπάρχει και η έκταση του φαινομένου εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες του κάθε σχολείου στο σχολικό περιβάλλον και οι εκπαιδευτικοί κάνουν ό,τι μπορούν για να βρίσκονται κοντά στα παιδιά, έχοντας φυσικά και τα ενδοσχολικά εργαλεία αντιμετώπισης του φαινομένου. «Εναπόκειται δυστυχώς στον κάθε καθηγητή να το αντιμετωπίσει και να παρέμβει έγκαιρα και ορθά. Θεωρώ ωστόσο πως υπάρχει φοβερή γραφειοκρατία, η οποία θα πρέπει να μειωθεί. Χρειάζεται περισσότερη εξειδίκευση, θέλουμε περισσότερους συμβούλους στα σχολεία και το κυριότερο που χρειαζόμαστε είναι τους εκπαιδευτικούς ψυχολόγους στα σχολεία. Σήμερα ο σύμβουλος ασχολείται με τόσα πολλά… και φυσικά ανάγκη έχουν και οι ίδιοι οι καθηγητές».
Καθηγητής με πολυετή πείρα στη μέση εκπαίδευση είπε στην «Κ» ότι τα τελευταία χρόνια ο σχολικός εκφοβισμός έχει αλλάξει «πρόσωπο»: «Διαπιστώνουμε ότι πολλές φορές φανερώνεται με τρόπους που δεν το περιμένεις και ολοένα και πιο συχνά πλέον βλέπουν περιπτώσεις bullying από νεαρά κορίτσια προς συνομήλικές τους τις οποίες κοροϊδεύουν κυρίως για την εξωτερική τους εμφάνιση και για την καταγωγή τους». Ο εκπαιδευτικός τόνισε ότι προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα όταν συμβαίνει και επαναλαμβάνει ότι η αντιμετώπιση και το φαινόμενο εξαρτάται από το κάθε σχολείο ξεχωριστά. Σχετικά με το αν είναι επαρκή τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους ο εκπαιδευτικός σημείωσε χαρακτηριστικά: «Κατ’ αρχάς δίνεται από το υπουργείο μία κατεύθυνση, και μετά ο εκπαιδευτικός πρέπει να διαχειριστεί τα εργαλεία, τα οποία δεν είναι πάντα επαρκή, κυρίως επειδή το σχολείο προσπαθεί να τα λύνει εντός των τειχών του, χωρίς να εμπλέκει άλλους φορείς και χωρίς να εκτίθενται άνθρωποι. Εξαρτάται πάντα από το κάθε σχολείο και τη διεύθυνση». Όσον αφορά την επάρκεια σε αριθμό των σχολικών ψυχολόγων ο καθηγητής λέει πως σαφώς δεν είναι αρκετοί. «Βοήθεια χρειάζεται και το θύμα και ο θύτης και εκεί είναι που χρειάζεται η επέμβαση του σχολικού ψυχολόγου, του ειδικού, οι οποίοι στα σχολεία είναι γνωστό πως δεν επαρκούν». Συνοψίζοντας ο εκπαιδευτικός τόνισε πως το φαινόμενο είναι υπαρκτό και γίνεται ακόμα σοβαρότερο όχι μόνο εξαιτίας του σχολικού περιβάλλοντος, αλλά και λόγω και αυτού που είναι η ίδια η κοινωνία μας. Τα παιδιά εύκολα αντιγράφουν από τον περίγυρό τους, την οικογένειά τους, η ανάγκη του ανήκειν παίζει πολύ σημαντικό ρόλο».
Καθηγητής στη μέση τεχνική εκπαίδευση με εμπειρία και στη Λεμεσό και στη Λευκωσία τόνισε στην «Κ» ότι και στις Τεχνικές Σχολές υπάρχει φυσικά το πρόβλημα. «Οφείλω να πω πως η διαχείριση τέτοιων φαινομένων τυγχάνει πολύ καλής αντιμετώπισης από τη διευθυντική ομάδα και από όλο το σχολείο, και αυτό είναι πολύ σημαντικό», τόνισε επίσης την ανάγκη για αύξηση των σχολικών ψυχολόγων. Καθηγήτρια σε σχολείο της ελεύθερης επαρχίας Αμμοχώστου είπε πως τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί έχουν τα εργαλεία για να αντιμετωπίσουν ζητήματα σχολικού εκφοβισμού, «γίνονται στην αρχή του έτους σεμινάρια, και δεδομένου του χρόνου που υπάρχει, όταν γίνονται δύο με τρία σεμινάρια το έτος είναι καλά». Η εκπαιδευτικός τόνισε ότι το ζήτημα τον τελευταίο χρόνο άρχισε να γίνεται πιο έντονο, ακόμα και στην πιο απλή του μορφή: «Οφείλουμε να είμαστε πάντα σε εγρήγορση, να είμαστε σε επικοινωνία με τους μαθητές/τριες, να έχουμε τα αφτιά μας ανοικτά».
Κοινή συνισταμένη των περισσότερων εκπαιδευτικών με τους οποίους επικοινωνήσαμε ήταν η ανάγκη απασχόλησης στις σχολικές μονάδες περισσότερων εκπαιδευτικών ψυχολόγων, ιδίως στις μεγαλύτερες σχολικές μονάδες και ότι είναι ανάγκη να υπάρξει μια γενικότερη αντιμετώπιση του φαινομένου σε επίπεδο κοινωνίας, αφού από εκεί ξεκινάνε όλα.
Ενέργειες του ΥΠΠΑΝ
Από την πλευρά του το υπουργείο Παιδείας και η Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας είναι στη διάθεση των σχολείων για συμβουλευτική και καθοδήγηση όταν υπάρχει περιστατικό ή υποψία για περιστατικό σχολικού εκφοβισμού. Το δε Παρατηρητήριο για τη Βία στο Σχολείο (ΠΑ.ΒΙ.Σ.) του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου και η Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας (ΥΕΨ), πραγματοποιούν επιμορφώσεις εκπαιδευτικών με θέματα σχετικά με τον σχολικό εκφοβισμό. Σύμφωνα με όσα ορίζουν οι οδηγίες, οι σχολικές μονάδες προτρέπονται, κατά τη διαχείριση ή ακόμα και κατά τη διερεύνηση ενός περιστατικού, να επικοινωνούν με τον/την οικείο/α εκπαιδευτικό/ή ψυχολόγο, για συζήτηση, ανταλλαγή απόψεων, αναζήτηση καθοδήγησης σε σχέση με τη διαχείριση του περιστατικού και συντονισμό για πιθανή ανάπτυξη δράσεων στο σχολικό περιβάλλον, αν αυτό κριθεί αναγκαίο. Σημειώνεται ότι του υπουργείο έχει εκδώσει εγκύκλιες οδηγίες για τη διαχείριση του ζητήματος του σχολικού εκφοβισμού, διαχείριση θεμάτων βίας, καθώς και συναφή εγχειρίδια για τους εκπαιδευτικούς, ώστε να μπορούν να αναγνωρίσουν και να διαχειριστούν περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, καθώς και περιστατικά βίας στην οικογένεια για παιδιά. Επίσης, έχουν γίνει εισηγήσεις για εφαρμογή αντιρατσιστικής πολιτικής.
kathimerini.com.cy