Θέλουμε μιαν Κύπρον λεύτερη απ’ άκρη σ’ άκρη!

Άρθρο του υποψήφιου βουλευτή Αμμοχώστου με το κίνημα Αλληλεγγύη, Αλέξιου Κωνσταντίνου

Αλέξιος Κωνσταντίνου φώτο 1536x1032 1 Αλέξιος Κωνσταντίνου, Βουλευτικές Εκλογές 2021

*Του Αλέξιου Κωνσταντίνου

Τυγχάνει κοινή διαπίστωση ότι η επικείμενη άτυπη πενταμερής διάσκεψη εξελίσσεται σε μείζονος πολιτικής σημασίας ζήτημα, καθώς κρίνεται η ίδια η υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία και δυστυχώς παρίσταται με την “κοινοτική ιδιότητα” της και ουχί ως η μόνη αναγνωρισμένη διεθνώς κρατική υπόσταση.

Οι παγίδες πολλές, ο δρόμος μόνον με ροδοπέταλα δεν είναι στρωμένος, καθώς δεδομένη είναι η αδιαλλαξία της Τουρκίας, ενδυναμωμένη μάλιστα με τη στάση του από, φόρου υποτελή της Τουρκίας, ηγέτη της Τ/Κ κοινότητας Ερσίν Τατάρ σε “βασιλικότερον του βασιλέως”.

Δεδομένη και η στάση του Ηνωμένου Βασιλείου περί “δημιουργικής ασάφειας” και προτροπής συζήτησης των “οραμάτων” των δυο πλευρών και της θέσης “απάντων των θεμάτων στο τραπέζι”. Η στάση αυτή εγκαινιάζει τη μετάβαση από την πολιτική του “διαίρειν και βασίλευε” (divide and rule) στην πολιτική του “καλού και του κακού αστυνομικού” (good and bad cop), με σκοπό την πρόταση “ισορροπημένης λύσης” είτε χαλαρής ή αποκεντρωμένης ομοσπονδίας ή συνομοσπονδίας αντί δυο κρατών, που όμως βολεύει πλήρως τις επιδιώξεις της Τουρκίας, των Τ/Κ και του βρετανικού στέμματος!!

Στο “βάθος του κήπου” η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο νομικός και πολιτικός γίγαντας, με πήλινα όμως “στρατιωτικά πόδια” που επιδιώκει απλά τη μη υπεισέλευση της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την “πίσω πόρτα” μέσω των Τ/Κ, υπενθυμίζοντας μας όμως δεικτικά ότι η “απαλλοτρίωση των δικών μας δικαιωμάτων είναι δικό μας πρόβλημα” και το όριο είναι “να μην καταστεί και δικό τους”!!!
Δίπλα μας είναι μια Ελλάδα, η οποία εσχάτως φαίνεται να απεμπολεί το “ερμαφρόδιτο δόγμα” η “Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται” που όμως είναι αποστεωμένη μετά από την υπερδεκαετή οικονομική κρίση των μνημονίων και του covid-19 και τώρα πλέον φαίνεται να αρχίζει και πάλι σιγά – σιγά να στέκεται στα πόδια της.

Πέραν των ανωτέρω, θεωρώ ότι τυγχάνει εσφαλμένη εξαρχής η ακολουθία μεθοδολογίας πενταμερούς, την οποία άλλωστε έθεσε “επί τάπητος” η ίδια η Τουρκία, καθώς η ενδεδειγμένη λύση θα ήταν μια διεθνής διάσκεψη για το Κυπριακό πρόβλημα με την εμπλοκή του συνόλου της διεθνούς κοινότητας.
Περαιτέρω, ως βασικό σημείο διαφωνίας μου εστιάζω τον υποβιβασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας από κρατική οντότητα σε Ελληνοκυπριακή κοινότητα ή “κυβέρνηση του Νότου” ή στην καλύτερη περίπτωση σε “μετεξελισσόμενο κοινοτικό κράτος” (community state).

Επίσης, εσφαλμένη – κατά τη γνώμη εμού του γράφοντος – τυγχάνει η αποδοχή θέσης στο τραπέζι λύσης εκτός παραμέτρου του διαπραγματευόμενου έως τώρα πλαισίου που μάλιστα ήδη έρχεται σε οξεία και ευθεία αντίθεση με τη “νομική οντολογία” του Κυπριακού προβλήματος και προοιωνίζει κακές εξελίξεις του “πολιτικού γενέσθαι” του εθνικού μας προβλήματος.

Αρχικώς θεωρώ ότι ως Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να επιμείνουμε στην άποψη μας ότι η συνεχής υποβάθμιση του παράγοντα “Δίκαιο” συντελεί στο “πριόνισμα της κλαδιού” όπου κάθεται η διεθνής κοινότητα και ότι ως ζήτημα αρχής οι παράνομες πράξεις της ιμπεριαλιστικής Τουρκίας αποκλείεται να γίνουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο ανεκτές ή αποδεκτές.

Θα πρέπει επίσης να έχουμε ως διεθνολογική, νομική και πολιτική θέση ότι το Κυπριακό πρόβλημα είναι ζήτημα κατ’ εξοχήν εισβολής και κατοχής τρίτης χώρας σε ένα ενιαίο και αδιαίρετο κράτος – μέλος του Ο.Η.Ε. και του σκληρού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι καθημερινώς τελούνται και διαιωνίζονται στην Κύπρο απαράγραπτα και διαρκή εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Η ολοσχερής άρση αυτών των εγκλημάτων και η αποκατάσταση του Δικαίου και της Συνταγματικής τάξης, μέσω της επιτακτικής εφαρμογής των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών αλλά και των αποφάσεων διακρατικών προσφυγών και των προσφυγών ιδιωτών στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Α.Δ.), ως επίσης και η παράλειψη τους στο μέλλον αποτελεί τη θεμέλια λίθο και τη στερεή βάση για τη λύση του Κυπριακού προβλήματος, η οποία πρέπει να είναι λειτουργική για να είναι βιώσιμη και για να είναι βιώσιμη θα πρέπει να ευθυγραμμίζεται με το Διεθνές Δίκαιο και το κοινοτικό κεκτημένο (acquis communaitaire) στο σύνολό του χωρίς αποκλίσεις.

Έτσι μόνον η λύση αυτή δύναται να ταχθεί υπέρ του μακρόπνοου συμφέροντος της ολότητας, ήτοι των συμβαλλομένων, της διεθνούς κοινότητας αλλά και των μεγάλων δυνάμεων που την απαρτίζουν.
Διαφορετικά και εάν ήθελε η επίλυση του προβλήματος να αναζητηθεί εκτός του πλαισίου των αρχών του Διεθνούς Δικαίου και του κοινοτικού κεκτημένου, τούτο θα αποτελούσε αίσχιστης μορφής πρόκληση, καθώς θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση τόσο με τις αποφάσεις του Ε.Δ.Α.Δ. και θα έθετε σε έκδηλη διακινδύνευση το νομικό πολιτικό κεκτημένο της λύσης αλλά και το σύστημα συλλογικής ασφάλειας και παγκόσμιας ειρήνης.

Έτσι, το πρόταγμα των διαπραγματεύσεων θα έπρεπε ανυποχώρητα να είναι η άρση των εν λόγω παραβάσεων και των ειδεχθών τελεσθέντων εγκλημάτων με διαρκή και απαράγραπτο χαρακτήρα και η επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερη νόμιμη κατάσταση με την αποκατάσταση της νόμιμης Συνταγματικής τάξης αλλά και της ενότητας του Κράτους, την οποία άλλωστε εγγυήθηκε να διαφυλάττει και η ίδια η Τουρκία.

Έτσι και με δεδομένο το γεγονός ότι οποιαδήποτε άλλη λύση, εκτός του ενιαίου Κράτους, εκφεύγει αναντίρρητα της συνταγματικής τάξης και της διεθνούς νομιμότητας και εξισώνει θύμα και θύτη, η ιδιαιτερότητα στην ερευνώμενη περίπτωση συνιστάται ακριβώς στην κατά πλάσμα δικαίου επιδίωξη αφομοίωσης δύο ανόμοιων νομικών αλλά και πολιτικών καταστάσεων και ειδικότερα ενός νόμιμου, εθνικά κυρίαρχου αναγνωρισμένου Κράτους, δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας και ενός ανύπαρκτου και μη αναγνωρισμένου νεφελώματος, στηριζόμενου στα προαναφερόμενα διεθνή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου, το οποίο ακόμη και σήμερα – δια των όπλων – διατηρεί στη ζωή ο θύτης Τουρκία.

Και εδώ το δίλλημα τίθεται επιτακτικά, εάν δηλαδή δύνανται να εξισωθούν τα δύο αυτά και εάν τούτο κατά πόσο σε τελική ανάλυση καταλύει το παγκόσμιο αξίωμα ότι “δια της παρανομίας δεν παράγεται δίκαιο (ex injuria jus non oritur)”.

Και σε τελική ανάλυση ποια θα είναι τα κριτήρια και οι “κόκκινες διαχωριστικές γραμμές”, δυνάμει των οποίων θα κινηθεί η λύση της διζωνικής – δικοινοτικής ομοσπονδίας και στο τέλος της ημέρας δεν θα ευρεθούμε να έχουμε παραχωρήσει τη σφραγίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας έναντι μιας φενάκης, μίας λύσης υπό το νομικό πλάσμα της διζωνικής – δικοινοτικής ομοσπονδίας, η οποία στην πορεία θα διολισθήσει σε μια χαλαρή ομοσπονδία με χαρακτηριστικά συνομοσπονδίας ή σε μια εν τοις πράγμασιν συνομοσπονδία και η οποία θα ανοίξει διάπλατα τον δρόμο για την τελική ευθεία της τουρκικής επιδίωξης, δηλαδή τα δύο κράτη, εκ των οποίων νομιμοποιημένου του βόρειου, θα ασκεί αυτό ασφυκτικό έλεγχο στο νότιο, θα το θέσει υπό “φρικτό εναγκαλισμό” και τελικώς σε περίπτωση διαφωνίας θα αποτελέσει την “αγχόνη” για να ολοκληρώσει ο τουρκικός επεκτατισμός και ιμπεριαλισμός το τελικό του σχέδιο, δηλαδή την ανάκτηση της Κύπρου, όπως αυτή περιγράφεται στις εκθέσεις του Νιχάτ Ερίμ.

Είναι επομένως αντιληπτό ότι εάν υιοθετήσουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τον παραπάνω τρόπο σκέψης που προωθεί η Τουρκία, το πλάσμα δικαίου καλείται να αντιστρατευτεί τον νομικό του ρόλο και να νομιμοποιήσει μια εντελώς και εξυπαρχής παράνομη κατάσταση, αυτήν του ψευδοκράτους, και να την εξισώσει με μια καθ’ όλα νόμιμη και διεθνώς αναγνωρισμένη κατάσταση, το Κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ώστε με τον τρόπο αυτό το εν λόγω πλάσμα την υποβιβάζει, κατ’ ουσίαν την υποβαθμίζει σε επίπεδο κοινότητας.

Είναι συνεπώς έκδηλο ότι αφενός μεν οι αδικίες στο πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος θα πρέπει είτε να απαλειφθούν είτε να περιοριστούν δραστικά στο απόλυτα ελάχιστο μέτρο ως ύστατη παραχώρηση και αφετέρου να εξασφαλιστεί και να κατοχυρωθεί στο πλαίσιο της ορθολογικής, δίκαιης, λειτουργικής και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού προβλήματος, η εθνική κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και ότι η λύση θα πρέπει να περιέχει την απαγκίστρωση από παρωχημένες, αποικιοκρατικές εγγυήσεις και επεμβατικά δικαιώματα, την αποχώρηση του στρατού κατοχής και των εποίκων, την επιστροφή όλων των προσφύγων στις πατρογονικές τους εστίες.

Θα πρέπει μάλιστα να είναι απόλυτα σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο και το σύνολο του κοινοτικού κεκτημένου χωρίς αποκλίσεις ή παρεκκλίσεις, να προνοεί τον απόλυτο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του συνόλου των νομίμων κατοίκων της νήσου, χωρίς διαιρέσεις ή διακρίσεις λόγω γλώσσας ή θρησκείας ή εθνικής καταγωγής και τέλος θα πρέπει να διαθέτει μια ενιαία νομική προσωπικότητα, μια ιθαγένεια και μια ενιαία εκπροσώπηση στο εξωτερικό.

Επομένως, η έστω και στιγμιαία παύση της ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας και η “αντικατάστασή” της από το νέο Κράτους, θα οδηγούσε απαρέγκλιτα στη νομιμοποίηση του ψευδοκράτους και μέσω αυτού στην αποδοχή – παραδοχή των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου στα οποία αυτό βασίστηκε.

Άλλως τούτο δεν αποτελεί λύση, καθώς δεν είναι δίκαιη και συνεπώς δε θα καταστεί συνταγματικά λειτουργική για να είναι βιώσιμη. Πρωτίστως όμως δεν είναι ορθολογική, καθώς έρχεται σε πλήρη και οξεία αντίθεση με τον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.), τις αξίες αλλά και τους κινδύνους που σύσσωμη η ανθρωπότητα επιθυμεί να αποτρέψει δια της ιδρύσεως του εν λόγω Οργανισμού και των λοιπών νομικών, πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών υπερεθνικών εγχειρημάτων και συνασπισμών.

Είναι αυτό το νομικοπολιτικό πλαίσιο αρχών επί του οποίου θα πρέπει να χτιστεί και να αρθρωθεί και η επιχειρηματολογία μας και η θέαση του προβλήματος, καταδεικνύοντας στον διεθνή παράγοντα ότι καμία από τις χώρες του Ο.Η.Ε. ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης δε θα συζητούσε και δε θα προέκρινε μια λύση στην οποία θα παρέμενε στρατός παράνομης εισβολής και κατοχής ή έποικοι, έστω και ένα δευτερόλεπτο μετά τη λύση.

Ούτε βέβαια είναι ζήτημα το οποίο μπορεί να λυθεί με την “στείρα ονοματοδοσία” της διοικητικής δομής του Κράτους αλλά και τον “επώδυνο τοκετό” των διχαστικών διλλημάτων (ομοσπονδία, ομοσπονδία με σωστό περιεχόμενο, αποκεντρωμένη, συνομοσπονδία κλπ.), τα οποία απλά και μόνον διαιωνίζουν το πρόβλημα προς όφελος των κατακτητών, αφού αναλωνόμαστε να πείσουμε αλλήλους, πολλές φορές και με μικροπολιτικά ή παραπολιτικά μέσα, για την “ορθότητα” των απόψεών μας επί ονοματοδοσίας.

Εμείς αυτό που επιζητούμε και θέλουμε είναι μιαν Κύπρον ΛΕΥΤΕΡΗ απ’ ΑΚΡΗ σ’ ΑΚΡΗ!!!

*Δρ. Αλέξιος Χ. Κωνσταντίνου, Δικηγόρος / Ακαδημαϊκός, Υποψήφιος Βουλευτής Αμμοχώστου με το Κίνημα “Αλληλεγγύη”