Η αδήριτη ανάγκη εκσυγχρονισμού του νομικού πλαισίου αναδιάρθρωσης χρεών και αφερεγγυότητας

Άρθρο του Δρ Αλέξιου Χ. Κωνσταντίνου, Δικηγόρου / Ακαδημαϊκού, Υποψήφιου Βουλευτή Αμμοχώστου με το Κίνημα "Αλληλεγγύη"

Αλέξιος Κωνσταντίνου φώτο Advertorial, Αλέξιος Κωνσταντίνου, Βουλευτικές Εκλογές 2021

Αποτελεί κοινό τόπο ότι η πρόνοια του νόμου 87(I) 2018 «περί μεταβιβάσεως και υποθηκεύσεως ακινήτων» που απαραδέκτως κάνει δεκτή τη διάσπαση της ενότητας του εμπράγματου δικαιώματος και παραχωρεί άκριτα τη δυνατότητα στο τραπεζικό ίδρυμα να διαχωρίζει την αρχική ενιαία υποθήκη σε δύο (2) ή περισσότερες υποθήκες και να εκποιεί μέρος τουλάχιστον της ακίνητης περιουσίας του δανειολήπτη είναι παντελώς νομικά απαράδεκτη και εξώφθαλμα κοινωνικά άδικη.

Εξόχως προκλητική μάλιστα είναι η «σπουδή» που επιδεικνύουν οι τράπεζες αναφορικά με την «ευλαβική» τήρηση της υποχρεώσεως ενημέρωσης των δανειοληπτών με την αποστολή ειδοποίησης προς τον ενυπόθηκο οφειλέτη είτε μέσω ταχυδρομείου είτε μέσω τηλεομοιοτυπικού ή ηλεκτρονικού μηνύματος για την παραπάνω διάσπαση και την εν συνεχεία άσκηση του δικαιώματος εκποίησης.

Η εν λόγω διαδικασία που στηρίζεται «επιφανειακά» στον νόμο έρχεται σε ευθεία και οξεία αντίθεση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και το κοινοτικό κεκτημένο και ειδικότερα με την οδηγία 2019/1023/Ε.Ε., η οποία θεσπίζει το πλαίσιο (προληπτικής) αναδιάρθρωσης χρεών και αφερεγγυότητας, η οποία δημοσιεύθηκε στις 26 Ιουνίου 2019 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφαρμόζεται από την 27η Ιουλίου 2019 και επιτάσσει την εντός διετίας ενσωμάτωσή της εντός των εσωτερικών εννόμων τάξεων των Κρατών – Μελών και τη λήψη των αναγκαίων αποτελεσματικών μέτρων εφαρμογής.

Στόχος της εν λόγω οδηγίας είναι η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του εθνικού πλαισίου των Κρατών – Μελών, αναφορικά με τις διαδικασίες αναδιάρθρωσης, αφερεγγυότητας και απαλλαγής από το χρέος των αφερέγγυων ή υπερχρεωμένων οφειλετών, ιδίως περιορίζοντας τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών.

Αναγιγνώσκοντας κάποιος το άρθρο 5 της οδηγίας θα μπορούσε – με πρώτη ματιά – να υποστηρίξει ότι η διάσπαση των υποθηκών που προβλέπει ο νόμος 87(Ι) 2018 είναι σύμφωνη με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, εάν όμως επισκοπήσει βαθύτερα στο γράμμα και το πνεύμα του νόμου εύγλωττα θα σχηματίσει την πεποίθηση ότι τούτο προβλέπεται ως η εξαίρεση του κανόνα και όχι ως ο ίδιος ο κανόνας.

Ειδικότερα, το άρθρο 5 της οδηγίας προβλέπει ότι τα Κράτη-Μέλη διασφαλίζουν ότι οι οφειλέτες που υπάγονται σε διαδικασίες προληπτικής αναδιάρθρωσης διατηρούν πλήρως, ή τουλάχιστον εν μέρει, τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων τους και της καθημερινής λειτουργίας της επιχείρησής τους.

Έτσι, η εν μέρει διατήρηση προβλέπεται μόνον ως εξαίρεση και όχι ως κανόνας, όπως παρανόμως προβλέπει και επιβάλλει η ανωτέρω εσωτερική νομοθεσία που εκφεύγει του γράμματος και του σκοπού του νομοθέτη.

Ένα δεύτερο ζήτημα που προκύπτει είναι η παύση των ατομικών διώξεων και εν προκειμένω της εκποίησης του ακινήτου ή της επιχείρησης του δανειολήπτη, αφού τόσο στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας τα Κράτη-Μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι «η αναστολή των ατομικών διώξεων είναι γενική, καταλαμβάνουσα όλους τους πιστωτές ή επιμέρους πιστωτές ή κατηγορίες αυτών», άρα υφίσταται διακριτική ευχέρεια της εσωτερικής νομοθεσίας να επιλέξει.

Κατά τούτο επομένως θα πρέπει να κριθεί η πολιτική ηγεσία, εάν δηλαδή έχει την πολιτική βούληση και το σθένος και έως ποιον βαθμό μάλιστα να προστατεύσει τους πολίτες της έναντι των αδηφάγων ορέξεων των πιστωτικών ιδρυμάτων ή να τους αφήσει έρμαιο σε αυτές.

Επί δε του εδάφους αυτού κατατέθηκε ήδη πρόταση νόμου (Αλληλεγγύη, ΕΔΕΚ) με την οποία ζητείται η εξαίρεση εκποίησης της πρώτης (1ης) κατοικίας έως 350.000 ευρώ, επαγγελματικής στέγης έως 150.000 ευρώ αλλά και ακινήτων ενυπόθηκων οφειλετών, συνοφειλετών ή εγγυητών που χρησιμοποιούνται για γεωργικούς σκοπούς, γαλακτοκομία ή κτηνοτροφία έως το ποσό των 200.000 ευρώ.

Όσον αφορά μάλιστα τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας είναι υποχρεωτική η εισαγωγή της διαφοράς ενώπιον «δεύτερης ανώτερης δικαστικής αρχής», όπου πάλι παρέχεται η δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης του σχεδίου αναδιάρθρωσης ή τμημάτων του, εφόσον κριθεί αναγκαίο και κατάλληλο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων ενός μέρους.

Συνεπώς, είναι δυνατή, επιτρεπτή καθ’ όλα κοινωνικά αποδεκτή και νόμιμη η έκδοση (προσωρινών ή ειδικών απαγορευτικών) διαταγμάτων για την παύση της εκποίησης έως και την κρίση της δεύτερης ανώτερης δικαστικής αρχής, καθώς η διενέργεια της εκποίησης ουσιαστικά ματαιώνει τον σκοπό της οδηγίας, καταργεί την προστατευτική εμβέλεια της εσωτερικής νομοθεσίας και καθιστά άνευ περιεχομένου την κρίση περί του σχεδίου αναδιάρθρωσης, καθώς ο οφειλέτης που χάνει την περιουσία του παύει και να έχει το όποιο συμφέρον πλέον στην τήρηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Επιπρόσθετα, πέραν των παραπάνω ζητημάτων ουσίας, υφίσταται και θέμα δικονομικής αντιμετώπισης, καθώς απαιτείται η ταχεία ίδρυση, εδραίωση των αναγκαίων δικαιοδοτικών διαδικασιών ως επίσης και εξοικείωση των δικαστικών λειτουργών με αυτές, καθ’ όσον στον νόμο «περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2019» πρέπει να συμπεριληφθεί πρόνοια, ώστε οι διαφορές που σχετίζονται με τραπεζικές διευκολύνσεις και αφορούν υποθέσεις που ευρίσκονται στο στάδιο της εκποίησης να υποβάλλονται σε Δικαστήριο ειδικής δικαιοδοσίας στα επαρχιακά Δικαστήρια και να εκδικάζονται κατ’ απόλυτη χρονική προτεραιότητα, καθώς αφορούν ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.

Σοφή εξάλλου θα ήταν η νομοθετική πρόβλεψη των απώτατων χρονικών ορίων, ούτως ώστε να μην υπάρξουν καταχρήσεις και βραδυπορία στην απονομή της Δικαιοσύνης, καθώς η ταχεία επίλυση της διαφοράς είναι πράγματι προς το συμφέρον όλων των εμπλεκόμενων μερών, ενώ δίδει δικαιολογητικό έρεισμα στις αιτιάσεις του Υπουργείου Οικονομικών και της Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίοι όμως νομικά και κοινωνικά απαράδεκτα διασύνδεουν το ζήτημα της καθυστέρησης της εκδίκασης με το νομικό ζήτημα αναστολής των ατομικών διώξεων.

Με αυτόν δηλαδή τον τρόπο φορτώνουν την αβελτηρία του συστήματος που εκείνοι υποχρεούνται να επιβλέπουν και να διορθώνουν τις στρεβλώσεις στις πλάτες των αδύναμων να αντιδράσουν δανειοληπτών.

Υπαλλακτικά, μπορεί να υπάρξει νομοθετική πρόβλεψη να διενεργούνται σε ειδική ηλεκτρονική πλατφόρμα υπό την εποπτεία του Κράτους, κατόπιν υποβολής στοιχείων από τους δανειολήπτες και να εκπονείται και να αποτυπώνεται από την εν λόγω πλατφόρμα ηλεκτρονικά το σχέδιο αναδιάρθρωσης, το οποίο θα πρέπει να επικυρώνεται από Δικαστήριο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αίρεται κάθε αιτίαση αναφορικά με τις καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης.

Καταληκτικά και σε κάθε περίπτωση οι επιμέρους διαφορές τραπεζικού ιδρύματος – δανειολήπτη επί του σχεδίου αυτού θα πρέπει να επιλύονται στη βάση και με τα εχέγγυα της δικαστικής κρίσεως, ενώ τέλος σαφέστατα θα πρέπει να υπάρξει πρόνοια έως την τελεσίδικη περάτωση των παραπάνω διαδικασιών για τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης των ατομικών διώξεων και εκποιήσεων, καθώς εάν αυτές εκτελεστούν ή ενσκήψει οποιαδήποτε εκποίηση το προστατευτικό περιεχόμενο της οδηγίας και του νόμου καθίστανται άνευ αντικειμένου.

Δρ. Αλέξιος Χ. Κωνσταντίνου, Δικηγόρος / Ακαδημαϊκός, Υποψήφιος Βουλευτής Αμμοχώστου με το Κίνημα “Αλληλεγγύη”